- ντρίφτερ
- τοάκλ. ναυτ. τύπος αλιευτικού, παλαιότερα ιστιοφόρου και σήμερα μηχανοκίνητου, πλοίου που χρησιμοποιείται κυρίως για την αλιεία τής ρέγκας σε ανοιχτές θάλασσες.[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. drifter «είδος αλιευτικού πλοίου»].
Dictionary of Greek. 2013.